λαρινος

λαρινος
    λαρινός
    λᾱρῑνός
    3
    1) жирный, тучный, откормленный
    

(βοῦς Arph.)

    2) перен. сочный, т.е. заманчивый
    

(ἔπος Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λαρινος" в других словарях:

  • λάρινος — λάρινος, ὁ (Α) είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μακρό α τού τ. δυσκολεύει τη σύνδεσή του με τη λ. λάρος*, εκτός αν υποτεθεί βράχυνση τού μακρού α . Ο τ. πιθ. να συνδέεται με το επίθ. λαρινός «παχύς, ευτραφής»] …   Dictionary of Greek

  • λαρινός — λαρινός, ή, όν (Α) καλοθρεμμένος, παχύς («λαρινὸς ταῡρος, Ξενοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η δυσχέρεια βρισκεται στην ερμηνεία τών μακρών α και ι τού τ. Έχει υποστηριχθεί ότι ο τ. προέρχεται < *laies r ῑnos και συνδέεται με το λατ. laridum… …   Dictionary of Greek

  • λάρινος — sea fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρινός — λᾱρῑνός , λαρινός fatted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρίνου — λάρινος sea fish masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρίνους — λάρινος sea fish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρινον — λάρινος sea fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρινῶν — λᾱρῑνῶν , λαρινός fatted fem gen pl λᾱρῑνῶν , λαρινός fatted masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρινόν — λᾱρῑνόν , λαρινός fatted masc acc sg λᾱρῑνόν , λαρινός fatted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • λαριναίον — λαριναῑον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαριναῑον κύρτον οἱ ἁλιεῑς τὸν ἐκ λε(υ)κέας ἢ μέγαν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρινος + κατάλ. αῖον (πρβλ. λιμν αίον, μελισσ αίον)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»